λεύσσων

λεύσσων
λεύσσω
look
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δέργμα — ( ατος), το (Α) [δέρκομαι] 1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῡν λεύσσων δέργμα δράκοντος» έχοντας το βλέμμα τού δράκοντα) 2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα …   Dictionary of Greek

  • λεύσσω — (Α) 1. κοιτάζω, βλέπω κάποιον ή κάτι (α. «λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλη», Ομ. Ιλ. β. «λεύσσετε... οἷα πάσχω», Σοφ.) 2. απόλ. ρίχνω το βλέμμα μου, ατενίζω (α. «Κυκλώπων ἐς γαῑαν ἐλεύσσομεν», Ομ. Οδ. β. «κυανοῡν δ ὄμμασι… …   Dictionary of Greek

  • πόθι — Α επίρρ. 1. πού, σε ποιο μέρος; («πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες»; Ομ. Οδ.) 2. προς τα πού, προς ποιο μέρος; («μὴ νοέων πόθι νίσσομαι», Ανθολ. Παλ.) 3. (ως εγκλιτ. αοριστολ.) που, ίσως («τὸν ὠμόθυμον εἴ ποθι πλαζόμενον λεύσσων», Σοφ.) 4. (ως εγκλιτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”